παλινωδία

παλινωδία
Η επανάληψη μιας ωδής ή η αναίρεση του περιεχομένου της με άλλην. Εισηγητής της π., κατά την παράδοση, ήταν ο Στησίχωρος. Ο Στησίχωρος έβρισε με μιαν ωδή την Ελένη και έχασε το φως του. Θεωρώντας το γεγονός ως τιμωρία, έγραψε μιαν άλλη εξυμνητική ωδή προς την Ελένη και ξαναβρήκε το φως του.
* * *
η (ΑΜ παλινῳδία) [παλινωδώ]
αναίρεση, ανάκληση αυτών που ειπώθηκαν προηγουμένως
μσν.
μεταβολή στάσης στο τελείως αντίθετο
αρχ.
1. αναίρεση τού περιεχομένου μιας ωδής με άλλη νέα
2. ονομασία ωδής τού Στησιχόρου με την οποία ο ποιητής ανακαλούσε τις προηγούμενες κατά τής Ελένης ύβρεις του, εξαιτίας τών οποίων είχε χάσει την όρασή του
3. επανάληψη μιας ωδής ή το να άδει κανείς κατ' επανάληψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παλινῳδία — παλινῳδίᾱ , παλινῳδία palinode fem nom/voc/acc dual παλινῳδίᾱ , παλινῳδία palinode fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλινῳδίᾳ — παλινῳδίαι , παλινῳδία palinode fem nom/voc pl παλινῳδίᾱͅ , παλινῳδία palinode fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλινῳδίας — παλινῳδίᾱς , παλινῳδία palinode fem acc pl παλινῳδίᾱς , παλινῳδία palinode fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАЛИНОДИЯ —    • Παλινωδία,          новая песнь, противоположная другому, раньше сочиненному стихотворению и служащая как бы отречением от последнего. Знаменита была П. Стесихора (см. Стесихор), который написал сначала стихотворение, оскорбительное для… …   Реальный словарь классических древностей

  • παλινωιδίαι — παλινῳδία palinode fem nom/voc pl παλινωιδίᾱͅ , παλινῳδία palinode fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλινῳδίαν — παλινῳδίᾱν , παλινῳδία palinode fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλινῳδίαις — παλινῳδία palinode fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλινωδικός — παλινῳδικός, ή, όν (Α) [παλινωδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλινωδία («παλινῳδικοὶ ὕμνοι», Κρατίν.) …   Dictionary of Greek

  • παλινωιδία — παλινωιδίᾱ , παλινῳδία palinode fem nom/voc/acc dual παλινωιδίᾱ , παλινῳδία palinode fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Стесихор — (Στησίχορος, Stesichorus) древнегреческий поэт, представитель хорической медики, уроженец сицилийского города Гимеры (по другим локрийского Матавра); жил во второй половине VII и первой половине VI в. до Р. Хр. (умер около 1556 г. до Р. Хр.). По… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”